-
1 ὀμματόω
II metaph., ὠμμάτωσα γὰρ σαφέστερον [ τὸν λόγον] made it more clear to the mind's eye, A.Supp. 467 :—[voice] Pass., φρὴν ὠμματωμένη a mind quick of sight, Id.Ch. 854.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀμματόω
См. также в других словарях:
ομματώ — ὀμματῶ, όω (ΑΜ) [όμμα] μσν. θεραπεύω τους οφθαλμούς, ξαναδίνω την όραση («τὸ ὕδωρ πολλοὺς ὠμμάτωσεν», Τζέτζ) αρχ. 1. τοποθετώ μάτια σε κάτι, όπως π.χ. σε αγάλματα («πρῶτος δὲ ὀμματώσας καὶ διαβεβηκότα τά σκέλη ποιήσας», Διόδ.) 2. δίνω έκφραση στα … Dictionary of Greek